- σωρῶν
- σωράscopafem gen plσωρόςheapmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
στρωματοσωρείτης — ο, Ν (μετεωρ.) κύριος τύπος χαμηλών νεφών υπό μορφή συμπαγών σωρών και με εμφάνιση κυμάτων λευκού έως γκρίζου χρώματος που περιέχουν σκοτεινά τμήματα … Dictionary of Greek
σωροβόλιον — τὸ, Α αποθήκη σωρών σταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + βόλων (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο βόλιον, σταφυλοβόλιον] … Dictionary of Greek
φτυάρι — το / πτυάριον, ΝΜ, και φκυάρι Ν εργαλείο αποτελούμενο από πλατύ μεταλλικό έλασμα, στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών, από στερεά σώματα και, ιδίως, χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτύον «φτυάρι» + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… … Dictionary of Greek
φτυάρι — φτυάρι, το και φκιάρι, το αγροτικό ή εργατικό εργαλείο, που αποτελείται από πλατύ έλασμα (μεταλλικό συνήθως) προσαρμοσμένο στερεά στην άκρη στειλιαριού και που χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών από στερεά πράγματα (χώμα, άμμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)